Στέκομαι στον καθρέφτη του μπάνιου και κλαίω
γιατί να μην ζήσω τη ζωή κάποιας άλλης
μιας πόρνης...
Που θλίβει τα μάτια μ'ένα τσιγάρο να της καίει τα δάχτυλα
κι ένα κορμί, που την προδίδει ασύστολα
Σ'ένα πρωινό στην πόρτα ενός σταθμού
κι η ειρωνεία...είναι ο πόνος μιας πληγής
παλιάς...ψυχής!
Ψυχή διαβολική. Νεκρή ψυχή μιας περηφάνιας περιττής
και της ανάσας μου απατηλή, ομορφιά προσώπου.
Προσώπου που δεν είδα, δεν γνώρισα ποτέ!
Τί είδους τραγωδία είν'αυτή που στη γαλάζια αυτή οργή
δακρύζει όταν χαμογελώ
και μου χαρίζει έναν Θεό.
Τη στιγμή που θα χαθώ, θα σου στείλω έναν εχθρό
της ματιάς μου τον καυτό, τον όμορφο περαστικό.
Έναν άντρα τυχερό, που στον δρόμο συναντώ
του προσφέρω ένα κορμί και μου επιστρέφει
μια ευχή.
Την ευχή της ερημιάς
επιτυχία μιας γριάς
μάγισσας κατά προτίμηση
για να υπάρχει συνοχή!!
Στιχοποίημα [Κάποια στιγμή το 1998 ή 1999...]